- λακίζω
- λακίζω, λάκισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λακίζω — tear pres subj act 1st sg λακίζω tear pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακίζω — (Α λακίζω) [λακίς] νεοελλ. τρέπομαι σε φυγή, λακώ, γλακώ αρχ. 1. σπαράζω, ξεσχίζω («λακισθεὶς ὑπὸ λύκων», επιγρ.) 2. σκίζω 3. σπάζω 4. καταστρέφω 5. (κατά τον Ησύχ.) πιθ. «θωπεύω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. λακίζω από μεταπλασμό τού τ. λακώ] … Dictionary of Greek
λακίζω — λάκισα, φεύγω τρέχοντας: Λάκισε την τελευταία στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λακώ — λακίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λακίσει — λακίζω tear aor subj act 3rd sg (epic) λακίζω tear fut ind mid 2nd sg λακίζω tear fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακίσουσιν — λακίζω tear aor subj act 3rd pl (epic) λακίζω tear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λακίζω tear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακίσω — λακίζω tear aor subj act 1st sg λακίζω tear fut ind act 1st sg λακίζω tear aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακιζόμενον — λακίζω tear pres part mp masc acc sg λακίζω tear pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακισθέντα — λακίζω tear aor part pass neut nom/voc/acc pl λακίζω tear aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακισάντων — λακίζω tear aor part act masc/neut gen pl λακίζω tear aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)